Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Το Βιθκούκι- κύριος τόπος καταγωγής των Αρβανιτών της Θράκης

Περιοχή Βορείου Ηπείρου.

Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του Δημήτρη Δαλάτση, "Οι Αρβανίτες της Ανατολικής Θράκης". 



Το Βιθκούκι (ή Βυθικούκι, Βυθικούκιον στην καθαρεύουσα, Μπιθικούκι, Μπιθκούκι) ήταν μια πόλη αλβανόφωνων χριστιανών η οποία γειτνίαζε με τη Μοσχόπολη, τη σημαντικότερη πόλη της περιοχής: «Το σημερινόν ευτελές χωρίον του Βιθικουκίου […] ήτο ποτέ μεγαλόπολις, καταστραφείσα υπό καταδρομών μετά την Μοσχόπολιν. Η ωραιότης της θέσεως με τα άφθονα ύδατα, το εύβοτον των μεγάλων ορέων, και το υγιέστατον κλίμα του τόπου, είναι λίαν άξια λόγου. Εξάγει μάρμαρον διαφόρων ωραίων χρωμάτων, και ελαφρόπετραν σπογγώδη. Οι κάτοικοι λαλούσι διαφορετικήν της Σκυπηταρικής διάλεκτον, ως προς την προφοράν μάλλον. Σώζονται ενταύθα 15 εκκλησίαι ακμαίαι. Το 1730 το Βιθικούκιον, καίτοι μη ον εις ανθηράν κατάστασιν, ουχ ήττον όμως είχε συνεισφέρει τότε χρήματα προς την εν Κοριτσά οικοδομουμένην εκκλησίαν της Ζωοδόχου Πηγής.[…]Ως προς τον χαρακτήρα οι Βιθικουκιώται είναι πεισματώδεις και φιλέκδικοι».[1] 
O Παναγιώτης Αραβαντινός, στα 1856, στη «Χρονογραφία της Ηπείρου» αναφέρει για  το Βιθκούκι: «Μπιθικούκι. –Κωμόπολις της Μακεδονίας κατά την επαρχία Κορυτζάς, οικητάς άλλοτε έχουσα περί τας 5.000 οικογενείας Βλαχικής καταγωγής, ων πλείστων ήσαν έμποροι. Η κωμόπολις αύτη μετά την ερήμωσιν της Βοσκοπόλεως ομόρου ούσης υπέκυψεν εις την αυτήν τύχην, και μόλις ήδη ενοικείται υπό 150 χριστιανικών οικογενειών. Συγχρόνως λέγεται ότι ηρημώθησαν και δύο έτεραι γειτνιάζουσαι κωμοπόλεις η Νικολίτζα και Ιππισχία (Σίπσκα) ενοικούμεναι η πρώτη υπό 5.000 οικογενειών Αλβανικής φυλής, και η δευτέρα ωσαύτως υπό 6.000 εν ή ήδη οικούσι περί τας 150 οικογενείας Αλβανοτούρκων».[2] Βέβαια, όπως είναι φανερό, ο Αραβαντινός σφάλλει γράφοντας ότι το Βιθκούκι αποτελείται από Βλάχους και ο Σκενδέρης στην «Ιστορία της Αρχαίας και συγχρόνου Μοσχοπόλεως» τον διορθώνει: «Σφάλλεται ο ιστορικός ούτος εκλαμβάνων τους κατοίκους Βιθυκουκίου βλαχικής καταγωγής, ενώ είναι αλβανικής».[3] Στο περιοδικό «Πανδώρα» γίνεται επίσης αναφορά στο λάθος του Αραβαντινού: «[…] εσφαλμένως λέγει περί της ερημωθείσης πόλεως του Βιθικουκίου, ότι κατοικείται από Βλαχικήν φυλήν, ενώ, οι κάτοικοί της ανέκαθεν υπήρξαν γνησιώτατοι Αλβανοί. Φαίνεται ότι την αντήλλαξε με την Σίπισκαν (Ιππισχίαν) πλησίον της Μοσχοπόλεως, κατοικουμένην από Βλάχους, και την καταστροφήν λαβούσαν συγχρόνως με την Μοσχόπολιν και το Βιθικούκιον. Σήμερον το Βιθικούκιον είναι χωρίον πολλά μικρόν, κείμενον προς μεσημβρίαν της Κοριτσάς, τέσσαρας ώρας μακράν, υπό την πολιτικήν διοίκησιν της Κολωνίας».[4] Ο Αραβαντινός,  απαντώντας στην ανωτέρω παρατήρηση μέσα από άρθρο του σε επόμενο τεύχος του ίδιου περιοδικού, παραδέχεται -με ειρωνικό τόνο- το λάθος του: «προς δε της αποδόσεως Βλαχικής καταγωγής εις τους κατοίκους του Μπιθικουκίου, ευγνωμωνώ και τον διορθωτήν του μεγάλου μου τούτου αμαρτήματος».[5] Ο Λαμπρίδης στο «περί των εν Ηπείρω αγαθοεργημάτων» γράφει για το Βιθκούκι: «Το χωρίον τούτο, εις τον Άγιον Καστορίας υπαγόμενον και τέσσαρας ώρας της Κορυτσάς απέχον, ηρίθμει άλλοτε μεν 5.000 κατοίκων, ήδη δε μόνον 60 οικογενείας, και εν ταις τρισίν συνοικίας οικούσας, υποστάν  δε (1781-1819) σπουδαίας παρά των Τουρκαλβανών ως τα πολλά καταστροφάς διελύθη, και οι κάτοικοι αυτού εις διάφορα μέρη διεσπάρησαν. Πλην των 10 αυτού εκκλησιών υπάρχουσι και δύο Μοναί, ων αι από ιδιοκτησιών εν Κορυτσά πρόσοδοι εκ 10.000 γρ.είθε προς σύστασιν πνευματικού κέντρου να εχρησίμευον».[6] Εδώ ο Λαμπρίδης παραθέτει λάθος τον αριθμό των οικογενειών ως συνολικό αριθμό κατοίκων, το οποίο λάθος επαναλαμβάνει και στην περίπτωση της Μοσχόπολης.[7] Το Βιθκούκι λοιπόν κατοικείται από 5.000 οικογένειες και αν υπολογίσουμε  την κάθε οικογένεια με 4-5 άτομα, τότε  μιλάμε για μια πόλη περίπου 20-25.000 κατοίκων.[8] Ο αριθμός όμως αυτός ίσως είναι μεγάλος και μάλλον το Βιθκούκι, όπως και οι γύρω από την Μοσχόπολη ακμάσασες κωμοπόλεις, είχε περίπου 10.000 κατοίκους, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο κατά την περίοδο της ακμής του να είχε αρκετούς περισσότερους.[9] Εννιά κάτοικοι του Βιθκουκίου συγκαταλέγονται μεταξύ των αφιερωτών της Μονής της Μεταμορφώσεως (Μεγάλου Μετεώρου). Ο κατάλογος των αφιερωτών ξεκινά το 1592/3 και σταματάει στον 19ο αιώνα: «Η Πρόθεση 421 της Μονής της Μεταμορφώσεως ή του Μεγάλου Μετεώρου είναι ένα χειρόγραφο μεγάλου σχήματος, με εκατόν δεκατέσσερα φύλλα (0,40Χ0,30 μ). Αποτελεί το βρέβειον ή βραβείον της μονής, στο οποίο είναι καταχωρισμένα τα ονόματα αφιερωτών, δηλαδή ατόμων που συνεισέφεραν υπέρ της μονής, όταν πέρασε από τον οικισμό τους κάποιος μοναχός της ζητώντας οικονομική ενίσχυση, προκειμένου να μνημονεύονται ες αεί».[10]  Επίσης, 21 αφιερωτές από το Βιθκούκι υπάρχουν στο χειρόγραφο 215 της Μονής του Βαρλαάμ των Μετεώρων, το οποίο περιλαμβάνει αφιερωτές από τις αρχές του 17ου αιώνος έως το β’μισό του 19ου.  Και στις δύο περιπτώσεις, η καταγραφή των αφιερωτών γίνεται μόνο με τα μικρά ονόματά τους και με μνημόνευση του τόπου διαμονής/καταγωγής τους.[11] Ποια ήταν όμως η «αυτή τύχη» που είχε το Βιθκούκι με τη Μοσχόπολη (ή Βοσκόπολη) όπως γράφει ο Αραβαντινός πιο πάνω; Ας δούμε ποια ήταν η Μοσχόπολη και τι συνέβη εκεί. Ο Αραβαντινός γράφει: «Βοσκόπολις ή Μοσχόπολις.- Πόλις νέα ιδρυθείσα και ενοικισθείσα κατά την ΙΣΤ’ εκατονταετηρίδα υπό Βλαχικής φυλής εν τη επαρχία της Γκιόρτζας, προς Μ. ταύτης κειμένη κατά την δεξιάν όχθην του Άψου ποταμού, εν ω δε προέβη γιγαντιαίοις βήμασιν εις μεγαλείον και πλουσιότητα, κατηρημώθη ένεκα των γειτόνων της Οθωμανών και μόλις οικείται ήδη από 250 οικογενειών μικρεμπόρων. Εν τη ακμή αυτής οι Μητροπολίται Βελλαγράδων και Δυρραχίων διέτριβον αυτόσε τας θερινάς ώρας διά το ευκραές και την φιλοκαλίαν της πόλεως εχούσης περί τας 12.000 οικογενείας.»[12] Η Μοσχόπολη ως τα τέλη του  17ου αιώνα ήταν ένας μικρός οικισμός, όμως παρουσίασε αλματώδη οικονομική και πνευματική ανάπτυξη από τον επόμενο αιώνα. Την περίοδο της μεγάλης ακμής της πόλης, τη δεκαετία του 1730, ο πληθυσμός της είχε φτάσει τις 60.000.[13] Γράφει ο Σκενδέρης για τη Μοσχόπολη: «Οι κάτοικοι της Μοσχοπόλεως επιδοθέντες εις τα γράμματα και το εμπόριον αρκούντως ανεπτύχθησαν και λίαν επιζήλους θέσεις εν τη αλλοδαπή ιδίως κατέλαβον, και περιουσίας ανέκτησαν διά των οποίων και ανεδείχθησαν, αναδείξαντες συγχρόνως και την πατρίδα των, την οποίαν και διά τυπογραφείου (1720), σπανίου κατά την τότε εποχήν, εν τω οποίω εξετυπώθησαν διάφορα συγγράμματα ιδίως εκκλησιαστικά, επροίκησαν. Η Μοσχούπολις είναι η δευτέρα πόλις μετά την Κων/πολιν η έχουσα τυπογραφείον, αφού το πρώτον το οποίον συνέστη εν τη δευτέρα (τη Κων/λει) χρονολογείται από το 1627 επί της πατριαρχείας Κυρίλλου του Λουκάρεως».[14] Ο  Παύλος Λάμπρος γράφει: «Η Μοσχόπολις κειμένη κατά την χώραν Κορυτσάς ήκμαζε κατά τας αρχάς του ΙΗ’ αιώνος διά τον πληθυσμόν, τον πλούτον και τον εξευγενισμόν των κατοίκων, το μέγα εμπόριον και τα πολλά βιομηχανικά καταστήματα. Εν τη πόλει ταύτη λοιπόν τη οικουμένη υπό πεντήκοντα χιλιάδων ψυχών, εχούση δ’αξιόλογον Σχολείον και ευμοιρούση διαφόρων λογίων ανδρών, συνεστήθη το δεύτερον τυπογραφείον υπό του ιερομονάχου Γρηγορίου Κωνσταντινίδου».[15] Στην πόλη υπάρχουν φιλανθρωπικά καταστήματα, βιβλιοθήκες και σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (το «Ελληνικό Φροντιστήριο» εξελίχθηκε σε σημαντικό εκπαιδευτικό κέντρο της περιοχής, το 1744 αναβαθμίστηκε από δωρεές και μετονομάστηκε σε «Νέα Ακαδημία»)  τα οποία θα δώσουν πολλούς λογίους ενώ το τυπογραφείο της Μοσχόπολης τροφοδοτεί την Ελλάδα με βιβλία.[16]

Δημήτρης Χρ.Δαλάτσης, Οι Αρβανίτες της Ανατολικής Θράκης (υπό έκδοση), σσ.60-3.


[1] Περί της εν Μακεδονία Κοριτσάς, Πανδώρα, τόμ.18, αρ.424 (1867), σσ. 319-20.
[2] Παναγιώτης Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου, των τε ομόρων ελληνικών και ιλλυρικών χωρών διατρέχουσα κατά σειράν τα εν αυταίς συμβάντα από του σωτηρίου έτους μέχρι του 1854. Συντεταγμένη υπό Π[αναγιώτου] Α[ραβαντινού] Π[αργείου], Αθήνα 1856, τόμ. Β’,  σ.113.
[3] Κωνσταντίνος Σκενδέρης, Ιστορία της Αρχαίας και συγχρόνου Μοσχοπόλεως μετά περιγραφής πάντων των υπό διάφορα καθεστώτα γεγονότων, της αρχιεπισκοπής Αχριδών, των εν τω κρυπτώ χριστιανών Σπαθιωτών, του βορειοηπειρωτικού αγώνος, της τελευταίας αυτής καταστροφής κτλ., Αθήνα 1928 (β’έκδ.), σ.90.
[4] Σημειώσεις τινες περί της εν Μακεδονία Κοριτσάς, Πανδώρα, τόμ.10, αρ.219 (1859), σ.69. Το άρθρο στο περιοδικό υπογράφει «εις των συνδρομητών» και έχει γραφεί «Εν Καΐρω, την 6 Απριλίου 1859».  Πρόκειται για τον Ευθύμιο Μίτκο/Thimi Mitko, μέλος της ορθόδοξης εμπορικής διασποράς με καταγωγή από την Κορυτσά (Nathalie Clayer, Οι απαρχές του αλβανικού εθνικισμού, Ιωάννινα 2009, σ.188).
[5] Παναγιώτης Αραβαντινός, Ηπειρωτικά, στο  Πανδώρα, τόμ.10, αρ.238 (1860), σ.520.
[6] Ιωάννης Λαμπρίδης, Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων, μέρος πρώτον, Αθήνα 1880, σ.158, υποσ.2.
[7] Για τη Μοσχόπολη ο Λαμπρίδης αναφέρει –κάνοντας το ίδιο λάθος- ότι στην ακμή της είχε 12.000 κατοίκους και όχι 12.000 οικογένειες (Ιωάννης Λαμπρίδης, Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων, μέρος δεύτερον, Αθήνα 1880, σ.234).
[8] Ο Αραβαντινός υπολογίζει την κάθε οικογένεια στα 5 άτομα: «Υπολογιζομένης δε κατά μέσον όρον εκάστης οικογενείας προς 5 ψυχάς[…]» (Χρονογραφία της Ηπείρου, ό.π., τόμ.Α’, σ.242). Ο Μπίρης, στην περίπτωση που η αναφορά δεν γίνεται σε «οικογένειες», αλλά σε «σπίτια», υπολογίζει το κάθε «σπίτι» στα 6-7 άτομα: «Ο αριθμός των σπιτιών των επαναστατημένων επαρχιών, που παρέχει στο τέλος της η αναφορά, αν λογαριασθή προς έξι έως επτά άτομα κάθε σπίτι[…]» (Κώστας Μπίρης,  Αρβανίτες, Οι Δωριείς του Νεώτερου Ελληνισμού. Ιστορία των Ελλήνων Αρβανιτών. Αθήνα, 2005 (ε' έκδ.). α' έκδ. 1960, σ.363). «[…]προτείνονται ως μέση τιμή οι εξήντα περίπου οικογένειες ανά χωριό, δηλαδή 293 άτομα περίπου. Τα στοιχεία των Βρετανών περιηγητών φαίνεται να συμφωνούν με την άποψη αυτή, με μέσο όρο τα 62,65 σπίτια ανά χωριό ή περίπου 298 άτομα» (Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, Η προεπαναστατική Ελλάδα, στο 1821, η γέννηση ενός έθνους-κράτους, Αθήνα 2010, τόμ.Α’, σ.35). Στην τουρκική στατιστική της Ηπείρου το 1895 ο μέσος όρος ανά «ναχέ» (οικία) είναι 5,39 άτομα (Μιχάλης Κοκολάκης, Η τουρκική στατιστική της Ηπείρου στο Σαλναμέ του 1895, στο Πληθυσμοί και οικισμοί του ελληνικού χώρου-ιστορικά μελετήματα, Αθήνα 2003, σ.252).
[9] «Εκτός όμως από τη Μοσχόπολη, και οι γύρω από αυτή βλάχικοι οικισμοί συγκέντρωναν μεγάλο αριθμό κατοίκων για τα δεδομένα της εποχής. Αν και οι αριθμοί που δίνουν διάφορες σχετικές αναφορές φαντάζουν να είναι υπερβολικοί, η Νίτσα, η Λάγγα, η Γκραμπόβα, η Σίπισκα, και το αρβανίτικο Βιθκούκι θα πρέπει να ήταν μεγάλες και δυναμικές κωμοπόλεις, που ακολουθούσαν στενά την πρόοδο της Μοσχόπολης. Λόγω των φυσικών τους θέσεων προστατεύονταν από τις πιέσεις μικρών και μεγάλων Τουρκαλβανών φεουδαρχών και τοπαρχών και είχαν μετατραπεί σε δυναμικές τοπικές αγορές για το γύρω πληθυσμό, διατηρώντας μάλιστα ανεξάρτητες επαφές με τα εμπορικά κέντρα, της Βαλκανικής και της Ευρώπης. Ίσως τελικά η κάθε μία από αυτές συγκέντρωνε από 5.000 μέχρι και 10.000 κατοίκους» (Μοσχόπολη, τα χρόνια της ακμής (1700-1769), www.epirus-history.gr Ήπειρος, Λαός-Παράδοση-Ιστορία).
[10] Βασίλειος Σπανός, Οι οικισμοί της Επισκοπής της Καστοριάς και τα ονόματα των αφιερωτών τους στην Πρόθεση 421 του Μεγ.Μετεώρου (1592/3-19ος αιώνας), Μακεδονικά 34 (2005), σ.309. Για το Βιθκούκι αναφέρεται: «Μπηθωκούκι: το διαλυμένο από τα τέλη του 18ου αιώνα Bithkuq της Αλβανίας,  με εννέα αφιερωτές μεταγενέστερων γραφών, στο Φ. 90β» (ό.π., σ.312).
[11] «Το χειρόγραφο 215 της μετεωρίτικης Μονής του Βαρλαάμ είναι μία πρόθεση, η οποία αποτελεί ένα πολύτιμο αρχείο τοπωνυμίων και βαφτιστικών ονομάτων[…]. Αποτελείται από 120 σελίδες (0,28Χ0,41 μ.) με ποικίλες γραφές, οι οποίες καλύπτουν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα: από τις αρχές του 17ου έως το β’ μισό του 19ου αιώνα» (Κώστας Σπανός, Οι Δυτικομακεδονικοί οικισμοί και τα ονόματα των αφιερωτών τους στην Πρόθεση 215 της Μονής Βαρλαάμ (1613/14- 19ος αιώνας), Μακεδονικά 28 (1992), σ.131.  Για το Βιθκούκι γράφει: «Μπιθηκέοι: ο διαλυμένος από τα τέλη του 18ου αι. οικισμός Μπιθικούκι, με 21 αφιερωτές στη σελ.78» (ό.π.,σ.136. Βλ.και Στ.Παπαδόπουλος, Βιβλιοκρισία για το έργο του Ι.Κατσουγιάννη, Περί των Βλάχων των ελληνικών χωρών, Μακεδονικά 7 (1967), σ.383).
[12] Π.Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου, ό.π., τόμ.Β’, σ.35. Σχετικά με τον ακριβή αριθμό των κατοίκων υπάρχουν αποκλίσεις μεταξύ των συγγραφέων που κυμαίνονται από τις 12.000 ως τις 102.000. Οι περισσότεροι όμως συμφωνούν ότι η πόλη στην ακμή της είχε περίπου 60.000 κατοίκους. Βλ.  Αχιλλεύς Λαζάρου, Εθνολογικά και δημογραφικά Μοσχοπόλεως, στο Μοσχόπολις, Διεθνές Συμπόσιο, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 31.10-1.11.1996. Μακεδονική Βιβλιοθήκη, Αρ.91, Θεσσαλονίκη 1999, σσ.168-9. Φάνης Μιχαλόπουλος, Μοσχόπολις, Αι Αθήναι της Τουρκοκρατίας 1500-1769. Αθήνα, 1941, σσ.12-3.
[13] Wikipedia. «[…] η πόλις παρουσιάζηται ανθούσα, εξέχουσα εν μέσω πάντων των πέριξ συνοικισμών, των από του Σκάρδου μέχρι της Αδριατικής θαλάσσης, και από Δρείλωνος μέχρις Άρτης, και διατελούσα εις κολοφώνα ευημερίας καταπλησσούσης τον τα κατ’αυτήν σήμερον εκζητούντα, ευημερίας πλούτου, βιομηχανίας, πληθυσμού, αριθμούσα 12.000-18.000 κατά τινας, εν όλω οικιών αμιγούς Χριστιανικού πληθυσμού[…]» (Γρηγόριος Κωνσταντάς και ιερομόναχος Δανιήλ, Γεωγραφία νεωτεριστική, τόμ.Α’, Βιέννη 1791, σσ.263-4).
[14] Σκενδέρης, ό.π., σσ.14-5.
[15] Σκενδέρης, ό.π., σ.15. Βλ. και Κ. Σακελλαρίδης, Περί Μοσχοπόλεως, Πανδώρα, τόμ.9, αρ.194 (1858), σσ.44-5.
[16] «[…] τα ελληνικά γράμματα εις την Μακεδονίαν, Ήπειρον (Βόρειον και Νότιον) και Αλβανίαν, δεν εισήχθησαν προπαγανδιστικώ τω τρόπω. Τουναντίον η Βόρειος Ήπειρος ενήργησε προπαγανδιστικώς όχι μόνον εις την Ευρώπην, αλλά και εις την σημερινήν Παλαιάν Ελλάδα, διδάσκουσα τα Ελληνικά γράμματα, διά των διδασκάλων και καθηγητών της, και διά των εν τω Τυπογραφείω της Μοσχοπόλεως (ή Βοσκοπόλεως) εκτυπωθέντων συγγραμάτων» (Σκενδέρης, ό.π. σ.21).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου