Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Το Βιθκούκι- κύριος τόπος καταγωγής των Αρβανιτών της Θράκης

Περιοχή Βορείου Ηπείρου.

Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του Δημήτρη Δαλάτση, "Οι Αρβανίτες της Ανατολικής Θράκης". 



Το Βιθκούκι (ή Βυθικούκι, Βυθικούκιον στην καθαρεύουσα, Μπιθικούκι, Μπιθκούκι) ήταν μια πόλη αλβανόφωνων χριστιανών η οποία γειτνίαζε με τη Μοσχόπολη, τη σημαντικότερη πόλη της περιοχής: «Το σημερινόν ευτελές χωρίον του Βιθικουκίου […] ήτο ποτέ μεγαλόπολις, καταστραφείσα υπό καταδρομών μετά την Μοσχόπολιν. Η ωραιότης της θέσεως με τα άφθονα ύδατα, το εύβοτον των μεγάλων ορέων, και το υγιέστατον κλίμα του τόπου, είναι λίαν άξια λόγου. Εξάγει μάρμαρον διαφόρων ωραίων χρωμάτων, και ελαφρόπετραν σπογγώδη. Οι κάτοικοι λαλούσι διαφορετικήν της Σκυπηταρικής διάλεκτον, ως προς την προφοράν μάλλον. Σώζονται ενταύθα 15 εκκλησίαι ακμαίαι. Το 1730 το Βιθικούκιον, καίτοι μη ον εις ανθηράν κατάστασιν, ουχ ήττον όμως είχε συνεισφέρει τότε χρήματα προς την εν Κοριτσά οικοδομουμένην εκκλησίαν της Ζωοδόχου Πηγής.[…]Ως προς τον χαρακτήρα οι Βιθικουκιώται είναι πεισματώδεις και φιλέκδικοι».[1] 
O Παναγιώτης Αραβαντινός, στα 1856, στη «Χρονογραφία της Ηπείρου» αναφέρει για  το Βιθκούκι: «Μπιθικούκι. –Κωμόπολις της Μακεδονίας κατά την επαρχία Κορυτζάς, οικητάς άλλοτε έχουσα περί τας 5.000 οικογενείας Βλαχικής καταγωγής, ων πλείστων ήσαν έμποροι. Η κωμόπολις αύτη μετά την ερήμωσιν της Βοσκοπόλεως ομόρου ούσης υπέκυψεν εις την αυτήν τύχην, και μόλις ήδη ενοικείται υπό 150 χριστιανικών οικογενειών. Συγχρόνως λέγεται ότι ηρημώθησαν και δύο έτεραι γειτνιάζουσαι κωμοπόλεις η Νικολίτζα και Ιππισχία (Σίπσκα) ενοικούμεναι η πρώτη υπό 5.000 οικογενειών Αλβανικής φυλής, και η δευτέρα ωσαύτως υπό 6.000 εν ή ήδη οικούσι περί τας 150 οικογενείας Αλβανοτούρκων».[2] Βέβαια, όπως είναι φανερό, ο Αραβαντινός σφάλλει γράφοντας ότι το Βιθκούκι αποτελείται από Βλάχους και ο Σκενδέρης στην «Ιστορία της Αρχαίας και συγχρόνου Μοσχοπόλεως» τον διορθώνει: «Σφάλλεται ο ιστορικός ούτος εκλαμβάνων τους κατοίκους Βιθυκουκίου βλαχικής καταγωγής, ενώ είναι αλβανικής».[3] Στο περιοδικό «Πανδώρα» γίνεται επίσης αναφορά στο λάθος του Αραβαντινού: «[…] εσφαλμένως λέγει περί της ερημωθείσης πόλεως του Βιθικουκίου, ότι κατοικείται από Βλαχικήν φυλήν, ενώ, οι κάτοικοί της ανέκαθεν υπήρξαν γνησιώτατοι Αλβανοί. Φαίνεται ότι την αντήλλαξε με την Σίπισκαν (Ιππισχίαν) πλησίον της Μοσχοπόλεως, κατοικουμένην από Βλάχους, και την καταστροφήν λαβούσαν συγχρόνως με την Μοσχόπολιν και το Βιθικούκιον. Σήμερον το Βιθικούκιον είναι χωρίον πολλά μικρόν, κείμενον προς μεσημβρίαν της Κοριτσάς, τέσσαρας ώρας μακράν, υπό την πολιτικήν διοίκησιν της Κολωνίας».[4] Ο Αραβαντινός,  απαντώντας στην ανωτέρω παρατήρηση μέσα από άρθρο του σε επόμενο τεύχος του ίδιου περιοδικού, παραδέχεται -με ειρωνικό τόνο- το λάθος του: «προς δε της αποδόσεως Βλαχικής καταγωγής εις τους κατοίκους του Μπιθικουκίου, ευγνωμωνώ και τον διορθωτήν του μεγάλου μου τούτου αμαρτήματος».[5] Ο Λαμπρίδης στο «περί των εν Ηπείρω αγαθοεργημάτων» γράφει για το Βιθκούκι: «Το χωρίον τούτο, εις τον Άγιον Καστορίας υπαγόμενον και τέσσαρας ώρας της Κορυτσάς απέχον, ηρίθμει άλλοτε μεν 5.000 κατοίκων, ήδη δε μόνον 60 οικογενείας, και εν ταις τρισίν συνοικίας οικούσας, υποστάν  δε (1781-1819) σπουδαίας παρά των Τουρκαλβανών ως τα πολλά καταστροφάς διελύθη, και οι κάτοικοι αυτού εις διάφορα μέρη διεσπάρησαν. Πλην των 10 αυτού εκκλησιών υπάρχουσι και δύο Μοναί, ων αι από ιδιοκτησιών εν Κορυτσά πρόσοδοι εκ 10.000 γρ.είθε προς σύστασιν πνευματικού κέντρου να εχρησίμευον».[6] Εδώ ο Λαμπρίδης παραθέτει λάθος τον αριθμό των οικογενειών ως συνολικό αριθμό κατοίκων, το οποίο λάθος επαναλαμβάνει και στην περίπτωση της Μοσχόπολης.[7] Το Βιθκούκι λοιπόν κατοικείται από 5.000 οικογένειες και αν υπολογίσουμε  την κάθε οικογένεια με 4-5 άτομα, τότε  μιλάμε για μια πόλη περίπου 20-25.000 κατοίκων.[8] Ο αριθμός όμως αυτός ίσως είναι μεγάλος και μάλλον το Βιθκούκι, όπως και οι γύρω από την Μοσχόπολη ακμάσασες κωμοπόλεις, είχε περίπου 10.000 κατοίκους, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο κατά την περίοδο της ακμής του να είχε αρκετούς περισσότερους.[9] Εννιά κάτοικοι του Βιθκουκίου συγκαταλέγονται μεταξύ των αφιερωτών της Μονής της Μεταμορφώσεως (Μεγάλου Μετεώρου). Ο κατάλογος των αφιερωτών ξεκινά το 1592/3 και σταματάει στον 19ο αιώνα: «Η Πρόθεση 421 της Μονής της Μεταμορφώσεως ή του Μεγάλου Μετεώρου είναι ένα χειρόγραφο μεγάλου σχήματος, με εκατόν δεκατέσσερα φύλλα (0,40Χ0,30 μ). Αποτελεί το βρέβειον ή βραβείον της μονής, στο οποίο είναι καταχωρισμένα τα ονόματα αφιερωτών, δηλαδή ατόμων που συνεισέφεραν υπέρ της μονής, όταν πέρασε από τον οικισμό τους κάποιος μοναχός της ζητώντας οικονομική ενίσχυση, προκειμένου να μνημονεύονται ες αεί».[10]  Επίσης, 21 αφιερωτές από το Βιθκούκι υπάρχουν στο χειρόγραφο 215 της Μονής του Βαρλαάμ των Μετεώρων, το οποίο περιλαμβάνει αφιερωτές από τις αρχές του 17ου αιώνος έως το β’μισό του 19ου.  Και στις δύο περιπτώσεις, η καταγραφή των αφιερωτών γίνεται μόνο με τα μικρά ονόματά τους και με μνημόνευση του τόπου διαμονής/καταγωγής τους.[11] Ποια ήταν όμως η «αυτή τύχη» που είχε το Βιθκούκι με τη Μοσχόπολη (ή Βοσκόπολη) όπως γράφει ο Αραβαντινός πιο πάνω; Ας δούμε ποια ήταν η Μοσχόπολη και τι συνέβη εκεί. Ο Αραβαντινός γράφει: «Βοσκόπολις ή Μοσχόπολις.- Πόλις νέα ιδρυθείσα και ενοικισθείσα κατά την ΙΣΤ’ εκατονταετηρίδα υπό Βλαχικής φυλής εν τη επαρχία της Γκιόρτζας, προς Μ. ταύτης κειμένη κατά την δεξιάν όχθην του Άψου ποταμού, εν ω δε προέβη γιγαντιαίοις βήμασιν εις μεγαλείον και πλουσιότητα, κατηρημώθη ένεκα των γειτόνων της Οθωμανών και μόλις οικείται ήδη από 250 οικογενειών μικρεμπόρων. Εν τη ακμή αυτής οι Μητροπολίται Βελλαγράδων και Δυρραχίων διέτριβον αυτόσε τας θερινάς ώρας διά το ευκραές και την φιλοκαλίαν της πόλεως εχούσης περί τας 12.000 οικογενείας.»[12] Η Μοσχόπολη ως τα τέλη του  17ου αιώνα ήταν ένας μικρός οικισμός, όμως παρουσίασε αλματώδη οικονομική και πνευματική ανάπτυξη από τον επόμενο αιώνα. Την περίοδο της μεγάλης ακμής της πόλης, τη δεκαετία του 1730, ο πληθυσμός της είχε φτάσει τις 60.000.[13] Γράφει ο Σκενδέρης για τη Μοσχόπολη: «Οι κάτοικοι της Μοσχοπόλεως επιδοθέντες εις τα γράμματα και το εμπόριον αρκούντως ανεπτύχθησαν και λίαν επιζήλους θέσεις εν τη αλλοδαπή ιδίως κατέλαβον, και περιουσίας ανέκτησαν διά των οποίων και ανεδείχθησαν, αναδείξαντες συγχρόνως και την πατρίδα των, την οποίαν και διά τυπογραφείου (1720), σπανίου κατά την τότε εποχήν, εν τω οποίω εξετυπώθησαν διάφορα συγγράμματα ιδίως εκκλησιαστικά, επροίκησαν. Η Μοσχούπολις είναι η δευτέρα πόλις μετά την Κων/πολιν η έχουσα τυπογραφείον, αφού το πρώτον το οποίον συνέστη εν τη δευτέρα (τη Κων/λει) χρονολογείται από το 1627 επί της πατριαρχείας Κυρίλλου του Λουκάρεως».[14] Ο  Παύλος Λάμπρος γράφει: «Η Μοσχόπολις κειμένη κατά την χώραν Κορυτσάς ήκμαζε κατά τας αρχάς του ΙΗ’ αιώνος διά τον πληθυσμόν, τον πλούτον και τον εξευγενισμόν των κατοίκων, το μέγα εμπόριον και τα πολλά βιομηχανικά καταστήματα. Εν τη πόλει ταύτη λοιπόν τη οικουμένη υπό πεντήκοντα χιλιάδων ψυχών, εχούση δ’αξιόλογον Σχολείον και ευμοιρούση διαφόρων λογίων ανδρών, συνεστήθη το δεύτερον τυπογραφείον υπό του ιερομονάχου Γρηγορίου Κωνσταντινίδου».[15] Στην πόλη υπάρχουν φιλανθρωπικά καταστήματα, βιβλιοθήκες και σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (το «Ελληνικό Φροντιστήριο» εξελίχθηκε σε σημαντικό εκπαιδευτικό κέντρο της περιοχής, το 1744 αναβαθμίστηκε από δωρεές και μετονομάστηκε σε «Νέα Ακαδημία»)  τα οποία θα δώσουν πολλούς λογίους ενώ το τυπογραφείο της Μοσχόπολης τροφοδοτεί την Ελλάδα με βιβλία.[16]

Δημήτρης Χρ.Δαλάτσης, Οι Αρβανίτες της Ανατολικής Θράκης (υπό έκδοση), σσ.60-3.


[1] Περί της εν Μακεδονία Κοριτσάς, Πανδώρα, τόμ.18, αρ.424 (1867), σσ. 319-20.
[2] Παναγιώτης Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου, των τε ομόρων ελληνικών και ιλλυρικών χωρών διατρέχουσα κατά σειράν τα εν αυταίς συμβάντα από του σωτηρίου έτους μέχρι του 1854. Συντεταγμένη υπό Π[αναγιώτου] Α[ραβαντινού] Π[αργείου], Αθήνα 1856, τόμ. Β’,  σ.113.
[3] Κωνσταντίνος Σκενδέρης, Ιστορία της Αρχαίας και συγχρόνου Μοσχοπόλεως μετά περιγραφής πάντων των υπό διάφορα καθεστώτα γεγονότων, της αρχιεπισκοπής Αχριδών, των εν τω κρυπτώ χριστιανών Σπαθιωτών, του βορειοηπειρωτικού αγώνος, της τελευταίας αυτής καταστροφής κτλ., Αθήνα 1928 (β’έκδ.), σ.90.
[4] Σημειώσεις τινες περί της εν Μακεδονία Κοριτσάς, Πανδώρα, τόμ.10, αρ.219 (1859), σ.69. Το άρθρο στο περιοδικό υπογράφει «εις των συνδρομητών» και έχει γραφεί «Εν Καΐρω, την 6 Απριλίου 1859».  Πρόκειται για τον Ευθύμιο Μίτκο/Thimi Mitko, μέλος της ορθόδοξης εμπορικής διασποράς με καταγωγή από την Κορυτσά (Nathalie Clayer, Οι απαρχές του αλβανικού εθνικισμού, Ιωάννινα 2009, σ.188).
[5] Παναγιώτης Αραβαντινός, Ηπειρωτικά, στο  Πανδώρα, τόμ.10, αρ.238 (1860), σ.520.
[6] Ιωάννης Λαμπρίδης, Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων, μέρος πρώτον, Αθήνα 1880, σ.158, υποσ.2.
[7] Για τη Μοσχόπολη ο Λαμπρίδης αναφέρει –κάνοντας το ίδιο λάθος- ότι στην ακμή της είχε 12.000 κατοίκους και όχι 12.000 οικογένειες (Ιωάννης Λαμπρίδης, Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων, μέρος δεύτερον, Αθήνα 1880, σ.234).
[8] Ο Αραβαντινός υπολογίζει την κάθε οικογένεια στα 5 άτομα: «Υπολογιζομένης δε κατά μέσον όρον εκάστης οικογενείας προς 5 ψυχάς[…]» (Χρονογραφία της Ηπείρου, ό.π., τόμ.Α’, σ.242). Ο Μπίρης, στην περίπτωση που η αναφορά δεν γίνεται σε «οικογένειες», αλλά σε «σπίτια», υπολογίζει το κάθε «σπίτι» στα 6-7 άτομα: «Ο αριθμός των σπιτιών των επαναστατημένων επαρχιών, που παρέχει στο τέλος της η αναφορά, αν λογαριασθή προς έξι έως επτά άτομα κάθε σπίτι[…]» (Κώστας Μπίρης,  Αρβανίτες, Οι Δωριείς του Νεώτερου Ελληνισμού. Ιστορία των Ελλήνων Αρβανιτών. Αθήνα, 2005 (ε' έκδ.). α' έκδ. 1960, σ.363). «[…]προτείνονται ως μέση τιμή οι εξήντα περίπου οικογένειες ανά χωριό, δηλαδή 293 άτομα περίπου. Τα στοιχεία των Βρετανών περιηγητών φαίνεται να συμφωνούν με την άποψη αυτή, με μέσο όρο τα 62,65 σπίτια ανά χωριό ή περίπου 298 άτομα» (Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, Η προεπαναστατική Ελλάδα, στο 1821, η γέννηση ενός έθνους-κράτους, Αθήνα 2010, τόμ.Α’, σ.35). Στην τουρκική στατιστική της Ηπείρου το 1895 ο μέσος όρος ανά «ναχέ» (οικία) είναι 5,39 άτομα (Μιχάλης Κοκολάκης, Η τουρκική στατιστική της Ηπείρου στο Σαλναμέ του 1895, στο Πληθυσμοί και οικισμοί του ελληνικού χώρου-ιστορικά μελετήματα, Αθήνα 2003, σ.252).
[9] «Εκτός όμως από τη Μοσχόπολη, και οι γύρω από αυτή βλάχικοι οικισμοί συγκέντρωναν μεγάλο αριθμό κατοίκων για τα δεδομένα της εποχής. Αν και οι αριθμοί που δίνουν διάφορες σχετικές αναφορές φαντάζουν να είναι υπερβολικοί, η Νίτσα, η Λάγγα, η Γκραμπόβα, η Σίπισκα, και το αρβανίτικο Βιθκούκι θα πρέπει να ήταν μεγάλες και δυναμικές κωμοπόλεις, που ακολουθούσαν στενά την πρόοδο της Μοσχόπολης. Λόγω των φυσικών τους θέσεων προστατεύονταν από τις πιέσεις μικρών και μεγάλων Τουρκαλβανών φεουδαρχών και τοπαρχών και είχαν μετατραπεί σε δυναμικές τοπικές αγορές για το γύρω πληθυσμό, διατηρώντας μάλιστα ανεξάρτητες επαφές με τα εμπορικά κέντρα, της Βαλκανικής και της Ευρώπης. Ίσως τελικά η κάθε μία από αυτές συγκέντρωνε από 5.000 μέχρι και 10.000 κατοίκους» (Μοσχόπολη, τα χρόνια της ακμής (1700-1769), www.epirus-history.gr Ήπειρος, Λαός-Παράδοση-Ιστορία).
[10] Βασίλειος Σπανός, Οι οικισμοί της Επισκοπής της Καστοριάς και τα ονόματα των αφιερωτών τους στην Πρόθεση 421 του Μεγ.Μετεώρου (1592/3-19ος αιώνας), Μακεδονικά 34 (2005), σ.309. Για το Βιθκούκι αναφέρεται: «Μπηθωκούκι: το διαλυμένο από τα τέλη του 18ου αιώνα Bithkuq της Αλβανίας,  με εννέα αφιερωτές μεταγενέστερων γραφών, στο Φ. 90β» (ό.π., σ.312).
[11] «Το χειρόγραφο 215 της μετεωρίτικης Μονής του Βαρλαάμ είναι μία πρόθεση, η οποία αποτελεί ένα πολύτιμο αρχείο τοπωνυμίων και βαφτιστικών ονομάτων[…]. Αποτελείται από 120 σελίδες (0,28Χ0,41 μ.) με ποικίλες γραφές, οι οποίες καλύπτουν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα: από τις αρχές του 17ου έως το β’ μισό του 19ου αιώνα» (Κώστας Σπανός, Οι Δυτικομακεδονικοί οικισμοί και τα ονόματα των αφιερωτών τους στην Πρόθεση 215 της Μονής Βαρλαάμ (1613/14- 19ος αιώνας), Μακεδονικά 28 (1992), σ.131.  Για το Βιθκούκι γράφει: «Μπιθηκέοι: ο διαλυμένος από τα τέλη του 18ου αι. οικισμός Μπιθικούκι, με 21 αφιερωτές στη σελ.78» (ό.π.,σ.136. Βλ.και Στ.Παπαδόπουλος, Βιβλιοκρισία για το έργο του Ι.Κατσουγιάννη, Περί των Βλάχων των ελληνικών χωρών, Μακεδονικά 7 (1967), σ.383).
[12] Π.Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου, ό.π., τόμ.Β’, σ.35. Σχετικά με τον ακριβή αριθμό των κατοίκων υπάρχουν αποκλίσεις μεταξύ των συγγραφέων που κυμαίνονται από τις 12.000 ως τις 102.000. Οι περισσότεροι όμως συμφωνούν ότι η πόλη στην ακμή της είχε περίπου 60.000 κατοίκους. Βλ.  Αχιλλεύς Λαζάρου, Εθνολογικά και δημογραφικά Μοσχοπόλεως, στο Μοσχόπολις, Διεθνές Συμπόσιο, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 31.10-1.11.1996. Μακεδονική Βιβλιοθήκη, Αρ.91, Θεσσαλονίκη 1999, σσ.168-9. Φάνης Μιχαλόπουλος, Μοσχόπολις, Αι Αθήναι της Τουρκοκρατίας 1500-1769. Αθήνα, 1941, σσ.12-3.
[13] Wikipedia. «[…] η πόλις παρουσιάζηται ανθούσα, εξέχουσα εν μέσω πάντων των πέριξ συνοικισμών, των από του Σκάρδου μέχρι της Αδριατικής θαλάσσης, και από Δρείλωνος μέχρις Άρτης, και διατελούσα εις κολοφώνα ευημερίας καταπλησσούσης τον τα κατ’αυτήν σήμερον εκζητούντα, ευημερίας πλούτου, βιομηχανίας, πληθυσμού, αριθμούσα 12.000-18.000 κατά τινας, εν όλω οικιών αμιγούς Χριστιανικού πληθυσμού[…]» (Γρηγόριος Κωνσταντάς και ιερομόναχος Δανιήλ, Γεωγραφία νεωτεριστική, τόμ.Α’, Βιέννη 1791, σσ.263-4).
[14] Σκενδέρης, ό.π., σσ.14-5.
[15] Σκενδέρης, ό.π., σ.15. Βλ. και Κ. Σακελλαρίδης, Περί Μοσχοπόλεως, Πανδώρα, τόμ.9, αρ.194 (1858), σσ.44-5.
[16] «[…] τα ελληνικά γράμματα εις την Μακεδονίαν, Ήπειρον (Βόρειον και Νότιον) και Αλβανίαν, δεν εισήχθησαν προπαγανδιστικώ τω τρόπω. Τουναντίον η Βόρειος Ήπειρος ενήργησε προπαγανδιστικώς όχι μόνον εις την Ευρώπην, αλλά και εις την σημερινήν Παλαιάν Ελλάδα, διδάσκουσα τα Ελληνικά γράμματα, διά των διδασκάλων και καθηγητών της, και διά των εν τω Τυπογραφείω της Μοσχοπόλεως (ή Βοσκοπόλεως) εκτυπωθέντων συγγραμάτων» (Σκενδέρης, ό.π. σ.21).

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Οι Αρβανίτες της Ανατολικής Θράκης. Εισαγωγή - Σύντομη ιστορική αναδρομή

Εικόνα 1. Τα αρβανιτοχώρια της  νοτίου Ανατολικής Θράκης.

Οι Αρβανίτες της Ανατολικής Θράκης προέρχονται από την περιοχή της Βορείου Ηπείρου και συγκεκριμένα από την περιοχή της Κορυτσάς και της Κολώνιας. Κύρια κοιτίδα τους είναι το Βιθκούκι και δευτερευόντως η Κιουτέζα και το Κιάφσεζ και η μητρική τους γλώσσα ήταν μια διάλεκτος της νοτίου τοσκικής αλβανικής γλώσσας. Η ορεινή περιοχή του Βιθκουκίου αποτέλεσε τον τόπο καταφυγής χιλιάδων ορθοδόξων χριστιανών οι οποίοι μετανάστευσαν από πιο πεδινές περιοχές της Ηπείρου και της Αλβανίας έπειτα από την οθωμανική κατάκτηση στα τέλη του 15ου αιώνα. 

Οι πληθυσμοί αυτοί συμμετείχαν στην επική σύγκρουση του αλβανόφωνου ορθόδοξου χριστιανού ηγεμόνα Γεωργίου Καστριώτη (του επονομαζόμενου Σκεντέρμπεη) ο οποίος ηγήθηκε της αντίστασης εναντίον των Οθωμανών για  24 χρόνια (1444-1468). Η ηρωική αντίσταση των αλβανοφώνων χριστιανών υπό τον Σκεντέρμπεη–η οποία έγινε γνωστή σε όλη τη Δυτική Ευρώπη που με θαυμασμό παρακολουθούσε αυτή την άνιση αναμέτρηση- τελικά κάμφθηκε μετά τον θάνατο του Σκεντέρμπεη (1468) και έως το 1506 όλη η περιοχή της σημερινής Αλβανίας κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς.
Στα τέλη του 16ου αιώνα (πιθανότατα το 1566),  στο πλαίσιο της εποικιστικής πολιτικής που εφαρμόστηκε από τον Σουλτάνο Σελίμ τον Β’ (1566-1574), χιλιάδες υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετακινήθηκαν βίαια στην Ανατολική Θράκη η οποία ήταν έρημη λόγω των συνεχών πολέμων και των μολυσματικών ασθενειών. Τότε συντελέστηκε το πρώτο μεταναστευτικό ρεύμα των Αρβανιτών οι οποίοι εποίκισαν τη βόρεια Ανατολική Θράκη, όπου και εργάστηκαν στην ανέγερση του περίφημου τζαμιού «Σελιμιέ» της Αδριανουπόλεως. Κατέλυσαν  στην περιοχή του Μεγάλου Ζαλουφίου και στη Μανδρίτσα. Οι οικισμοί που είχαν ιδρύσει κοντά στο Ζαλούφι, κάποια στιγμή συνενώθηκαν (μάλλον για λόγους ασφαλείας) και συναποτέλεσαν το Μεγάλο Ζαλούφι. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι Ζαλουφιώτες ίδρυσαν δύο νέα χωριά: το Αμπαλάρ (Ζαλουφόπουλο) και το Καράσακλη (Σάκκο). Η Μανδρίτσα, αν και δεν ανήκει γεωγραφικά στην Ανατολική Θράκη, συνεξετάζεται μαζί με τα υπόλοιπα αλβανόφωνα χωριά: ο κοινός τόπος προέλευσης (Βιθκούκι), η συμπερίληψή της με τα αλβανόφωνα χωριά της Ανατολικής Θράκης από τους εκπαιδευτικούς συλλόγους και τις  προξενικές αρχές, όπως και η εκκλησιαστική της ένταξη στην ίδια Μητρόπολη (Διδυμοτείχου) μαζί με το Μεγάλο Ζαλούφι και το Καράσακλη, συντελούν ώστε η Μανδρίτσα να θεωρείται ως τμήμα της συστάδας των αλβανόφωνων χωριών της Ανατολικής Θράκης.

Το Βιθκούκι ήταν μια ξακουστή πόλη η οποία στην ακμή της, τη δεκαετία του 1730, είχε 20-25.000 κατοίκους ενώ η Κιουτέζα και το Κιάφσεζ ήταν δύο μικρά παρακείμενα χωριά μερικών εκατοντάδων κατοίκων. Το Βιθκούκι μαζί με τη Μοσχόπολη και άλλες βλαχόφωνες πόλεις της περιοχής αποτελούσε ένα από τα πιο λαμπρά κέντρα του ελληνικού πολιτισμού της εποχής: ξακουστά ελληνικά σχολεία, περίτεχνες εκκλησίες, πλήθος λογίων, δασκάλων και εθνικών ευεργετών προήλθε από την περιοχή αυτή.
Τα δεδομένα όμως είχαν ήδη αρχίσει να αλλάζουν μετά την οθωμανική κατάκτηση καθώς η συντριπτική πλειονότητα των αλβανόφωνων άρχισε να μεταστρέφεται στον μωαμεθανισμό. Μέσα σε 1-2 γενιές, μία νέα συμπαγής κοινωνική συσσωμάτωση κυριάρχησε στην περιοχή: οι Τουρκαλβανοί. Αυτοί ήταν αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι οι οποίοι είχαν ταυτιστεί πλήρως με την οθωμανική εξουσία και αποτέλεσαν έκτοτε το στήριγμά της στη βαλκανική χερσόνησο. Ήταν πολύ φανατισμένοι και έτρεφαν μίσος για τους χριστιανούς. Άτακτα στίφη Τουρκαλβανών υπό την κάλυψη των τοπικών μουσουλμάνων αρχόντων αλλά και των διεφθαρμένων οθωμανών αξιωματούχων συγκεντρώθηκαν γύρω από τις ευημερούσες χριστιανικές πόλεις της περιοχής της Μοσχόπολης. Υπό την απειλή της γενικής επίθεσης και λεηλασίας, επί πολλά έτη κατάφερναν να αποκομίζουν τεράστια χρηματικά ποσά από τις πόλεις αυτές. Τελικά, το 1769, οι Τουρκαλβανοί εισήλθαν στη Μοσχόπολη, στο Βιθκούκι και στις υπόλοιπες πόλεις και τις λεηλάτησαν. Οι χριστιανοί κάτοικοι, έντρομοι εγκατέλειψαν την περιοχή και διέφυγαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Αρκετοί κάτοικοι του Βιθκουκίου, της Κιουτέζας και του Κιάφσεζ που γλίτωσαν από τη λεηλασία μετακινήθηκαν στις γύρω περιοχές (Κορυτσά, Καστοριά, Φλώρινα, Κρούσοβο κ.λπ.) ενώ το μεγαλύτερο  τμήμα τους κατευθύνθηκε προς την Ανατολική Θράκη η οποία τους ήταν γνωστή καθώς εκεί εργάζονταν πολλοί από αυτούς ως εποχιακοί εργάτες στους απέραντους κάμπους των Οθωμανών τσιφλικάδων. Οι πλούσιοι έμποροι του Βιθκουκίου ακολούθησαν αυτούς της Μοσχόπολης και μετανάστευσαν στη Βιέννη, στη Βούδα, στην Πέστη και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης που ασκούσαν τις εμπορικές τους δραστηριότητες.

Εικόνα 2. Ανατολική Θράκη (Πηγή: Χρίστος Καράσσος, Η Ανατολική Θράκη, Στρατιωτική Γεωγραφία, Αθήνα 1927) . 

Οι Αρβανίτες που κατευθύνθηκαν στη νότια Ανατολική Θράκη ίδρυσαν οικισμούς που θύμιζαν τις γενέτειρές τους στην Ήπειρο: το Βιθκούκι  (Σουλτάνκιοϊ στα τούρκικα) και την Κιουτέζα (Ιμπρίκ Τεπέ). Κοντά σε αυτά τα χωριά υπήρχαν επίσης τα αλβανόφωνα χωριά  Αλτίν Τας, Παζάρ Δερέ, Καρατζά Χαλήλ και Γιλανλή. Τα χωριά αυτά ίσως προέρχονται από τη μετανάστευση του 1769, χωρίς να αποκλειστούν κι άλλα ενδεχόμενα τα οποία πραγματευόμαστε στο ανά χείρας βιβλίο.
Οι δύο ομάδες χωριών (βόρειοι της α’ μετανάστευσης και νότιοι της β’ μετανάστευσης) δεν διατηρούσαν ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ τους, κυρίως λόγω της απόστασης η οποία ήταν μεγάλη για τα τότε δεδομένα και τηρούσαν αυστηρή ενδογαμία η οποία και συντέλεσε στη μη πρόσμειξή τους με τα δίπλα χωριά. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και ως ορθόδοξοι χριστιανοί υφίσταντο την καταπίεση της οθωμανικής εξουσίας. Ταύτισαν εξ αρχής τις τύχες τους με τον ελληνισμό και συναποτελούσαν μαζί με τους τουρκόφωνους (Γκαγκαβούζηδες), τους λίγους σερβόφωνους (ήταν οι 600 κάτοικοι του χωριού Μπαϊραμίτς) και τους βουλγαρόφωνους πατριαρχικούς τον αλλόφωνο ελληνισμό της Ανατολικής Θράκης. Είχαν ελληνικά σχολεία, ως λατρευτική γλώσσα χρησιμοποιούσαν την ελληνική και γενικά σε κάθε ευκαιρία τόνιζαν την ελληνικότητά τους.
Τα χρόνια που ακολούθησαν την άνοδο των Νεότουρκων στην εξουσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1908-1922) ήταν δραματικά για τον ελληνισμό της Θράκης ο οποίος υπέστη απίστευτα δεινά. Η κατάσταση επιδεινώθηκε με το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων και ξέφυγε από κάθε έλεγχο κατά τα έτη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα αρβανιτοχώρια, ακολουθώντας την τύχη του ελληνισμού της περιοχής, λεηλατήθηκαν και οι κάτοικοί τους εξορίστηκαν, ενώ πολλοί δολοφονήθηκαν. Το Μεγάλο Ζαλούφι (Ιούλιος 1913) και το Αμπαλάρ (Νοέμβριος 1913) λεηλατήθηκαν από τους Τούρκους μετά την ανακατάληψη από τους τελευταίους της Ανατολικής Θράκης  στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο. Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους η Μανδρίτσα, η οποία είχε επιδικαστεί στη Βουλγαρία,  λεηλατήθηκε από τους Βούλγαρους και οι κάτοικοί της κατέφυγαν έντρομοι στη Θράκη (στα χωριά Παλιούρι, Λάδη, Μεταξάδες και Βρυσικά) και στη Μακεδονία:  στις Σέδες, στη Σουρωτή, στο Ζαγκλιβέρι, στη Μουσθένη, στην Κάριανη Καβάλας και στον Καλό Αγρό Δράμας. Ο κύριος όγκος όμως των Μανδριτσιωτών κατέλυσε στο  Αμπάρκιοϊ Κιλκίς το οποίο μετονομάστηκε σε Μάνδρες. Το 1926 οι προερχόμενες από τη Μανδρίτσα προσφυγικές οικογένειες ήταν εγκατεστημένες ως εξής: Στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης 20, στο Τριάδι Θεσσαλονίκης 9, στη Μουσθένη Καβάλας 50, στις Μάνδρες Κιλκίς 200, στο Πρωτοκκλήσι Έβρου 60, στο Μαυροκκλήσι  Έβρου 40, στο  Ουρλή (Θούριο Έβρου) 10 και στον Καλό Αγρό Δράμας 20. Το Σουλτάνκιοϊ λεηλατήθηκε από τους Τούρκους τον Απρίλιο του 1914, ενώ γενικά όλα τα αρβανιτοχώρια βίωσαν ως τμήμα του ελληνισμού της Θράκης την πολιτική εθνοκάθαρσης που εφήρμοσε η νεοτουρκική εξουσία.
Τον Ιούλιο του 1920 ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει την Ανατολική Θράκη. Στην απογραφή που γίνεται  τον Δεκέμβριο του 1920, ο πληθυσμός των αρβανιτοχωρίων είναι εμφανώς μειωμένος. Υπολογίζεται ότι σχεδόν το 1/3 αυτών δολοφονήθηκαν  από τους Τούρκους ή  πέθαναν από τις κακουχίες στα τάγματα εργασίας κατά τα έτη 1908-1920, ενώ αρκετοί από αυτούς εκπατρίσθηκαν  στην Ελλάδα και δεν παλιννόστησαν μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τον Οκτώβριο του 1922, ο ελληνισμός της περιοχής εκκενώνει την Ανατολική Θράκη και μεταναστεύει στην Ελλάδα. Οι βόρειοι Αρβανίτες εποικίζουν ως επί το πλείστον χωριά του βορείου Έβρου: Δίκαια, Καβύλη, Σάκκο, Κλεισώ, Νέο Χειμώνιο, Θούριο, Σοφικό, Ασημένιο, Ρήγιο, Πύθιο. Στη Μακεδονία και ειδικά στο Νομό Σερρών, τα χωριά Νεοχώρι, Παραλίμνιο, Νέα Πέτρα, Θολό, Κοίμηση, όπως επίσης και το Καλοχώρι Θεσσαλονίκης.
Οι  νότιοι Αρβανίτες της Ανατολικής Θράκης κινήθηκαν προς το Σουφλί αρχικά όπου και διέμειναν για  λίγο μέχρι να αποφασιστεί ο νέος τόπος διαμονής τους. Λίγους μήνες μετά, εντός του 1923, κινήθηκαν νοτιοανατολικά, παράλληλα και κοντά στον ποταμό Έβρο. Οι κάτοικοι του Σουλτάνκιοϊ και του Ιμπρίκ Τεπέ εγκαταστάθηκαν στα χωριά Μπίντικλι (Τύχιο/Τυχερό), Χάντζιας (Τάρσιο), Τσακιρτζή (Πυρόλιθος), Φερετζίκ (Φέρες), Μαρχανλή (Πέπλος), Γκεμετζίκιοϊ (Γεμιστή) και Μπαξή-Βεη (Κήποι). Οι κάτοικοι του Αλτίν Τας εγκαταστάθηκαν στην Παραδημή Ροδόπης και στο Σαρχανλή (Αρδάνιο) Έβρου, ενώ οι κάτοικοι του Γιλανλή καθώς και λίγες οικογένειες από το Καρατζά Χαλήλ στην Άνθεια Έβρου.

Πηγή: Δημήτρης Δαλάτσης, Οι Αρβανίτες της Ανατολικής Θράκης (υπό έκδοση), σσ.19-21.